- τηλ(ε)-
- α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α' συνθετικό τηλ(ε)- γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό επιστημονικών κυρίως όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνεια (πρβλ. τηλέ-μετρο < γαλλ. tele-meter, τηλεπάθεια < γαλλ. tele-pathie, τηλέ-φωνο < αγγλ. tele-phone). Σε ορισμένα, τέλος, από τα σύνθετα τής Νέας Ελληνικής το τηλ(ε)χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση ή αναφέρεται ειδικά στην τηλεόραση (πρβλ. τηλε-θεατής, τηλε-παρουσιαστής, τηλ-εφημερίδα).Σύνθ. με α' συνθετικό τηλ(ε): τηλαυγής, τηλεβόας, τηλεβόλοςαρχ.τηλεβαθής, τηλέβιος, τηλεκλειτός, τηλεκλυτός, τηλεμάχος, τηλέπλανος, τηλέπομπος, τηλέπορος, τηλέπυλος, τηλέσκοπος, τηλεσκόπος, τηλεφανής, τηλέφαντος, τηλέφιλος, τηλεφόρος, τηλέχθων, τηλοπέτης, τηλουρός, τηλωπόςαρχ.-μσν.τηλεφαήςμσν.τηλεφεγγήςνεοελλ.τηλαισθησία, τηλεακρόαση, τηλεακτινοθεραπεία, τηλεανεμογράφος, τηλεαντικειμενικός, τηλεαντογράφος, τηλεγονία, τηλεγράφημα, τηλεγραφία, τηλέγραφος, τηλεθέαμα, τηλεθεατής, τηλεθερμόμετρο, τηλεκαθοδήγηση, τηλεκαρδιόφωνο, τηλεκατευθυνόμενος, τηλεκατεύθυνση, τηλεκινηματογράφος, τηλεκινησία, τηλεκινητήρας, τηλεκοντρόλ, τηλεμαχία, τηλεμετρία, τηλέμετρο, τηλεμηχανική, τηλενέργεια, τηλεοθόνη, τηλεομοιοτυπία, τηλεοπτικός, τηλεόραση, τηλεοψία, τηλεπάθεια, τηλεπαρουσιαστής, τηλεπενέργεια, τηλεπήρεια, τηλεπικοινωνία, τηλεπλασία, τηλεραντάρ, τηλέσεισμος, τηλεσημία, τηλεσκηνοθέτης, τηλεσκόπιο, τηλεστερεοσκόπιο, τηλεστηθόφωνο, τηλεσυγκοινωνία, τηλεσυστολικός, τηλεταινία, τηλεταχύμετρο, τηλέτυπο, τηλεϋποβολή, τηλεφακός, τηλεφημερίδα, τηλεφωνία, τηλέφωνο, τηλεφωτογράφημα, τηλεχειρισμός, τηλεχειριστήριο, τηλεψυχία.
Dictionary of Greek. 2013.